Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προβαίνω προ-βαί-νω ρ. (αμτβ.) {προέβη (προφ.) προέβηκε, προβεί, προβαίνοντας} (λόγ.): (+ σε) προχωρώ στην πραγματοποίηση κάποιας ενέργειας: ~ει σε ανάλυση (δεδομένων/κινδύνου). Σε μεταρρυθμίσεις ~ει η κυβέρνηση. (ως απολεξικοποιημένο ρ.:) Ο βουλευτής αναμένεται να προβεί σε αποκαλύψεις/δηλώσεις σχετικά με .../καταγγελίες (= να αποκαλύψει/δηλώσει/καταγγείλει). Η Αστυνομία προέβη σε συλλήψεις υπόπτων (= συνέλαβε).|| (επίσ.) Παρακαλώ να/όπως προβείτε στα ακόλουθα ... [< αρχ. προβαίνω 'βαδίζω μπροστά', αγγλ. proceed]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.