Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προβλεπτικός , ή, ό προ-βλε-πτι-κός επίθ.: που μπορεί να προβλέπει ή να προνοεί έγκαιρα για κάτι: ~ός: παράγοντας. ~ή: εγκυρότητα (λογισμικού)/ικανότητα. Πβ. προορατικός.|| ~ή: συντήρηση. ~ό: μοντέλο (π.χ. κινδύνου). Πβ. προνοητικός. [< μτγν. προβλεπτικός ‘διορατικός’, αγγλ. predictive]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.