ελέφαντας [ἐλέφαντας] ε-λέ-φα-ντας ουσ. (αρσ.) {θηλ. (προφ.) ελεφαντίνα} & (λόγ.) ελέφας 1. ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο φυτοφάγο θηλαστικό, που ζει σε κοπάδια (οικογ. Elephantidae), με προβοσκίδα, χαυλιόδοντες, παχύ δέρμα, μεγάλα και πλατιά αυτιά: αρσενικός/ασιατικός/αφρικανικός/θηλυκός/ινδικός/λευκός ~. Άγριοι/εξημερωμένοι ~ες. Αγέλη ~ων. Απολιθωμένα οστά νάνων ~ων. Βλ. μαμούθ, παχύδερμος, προβοσκιδωτά.2. (μτφ.-μειωτ.) πολύ παχύς άνθρωπος, υπέρβαρος. Πβ. ιπποπόταμος.3. (σπάν.) ελεφαντόδοντο, φίλντισι: έργα από ~α και χρυσό. ● ελέφαντες (οι): φασόλια γίγαντες. ● Υποκ.: ελεφαντάκι (το): στις σημ. 1,2. ● ΣΥΜΠΛ.: θαλάσσιος ελέφαντας: ΖΩΟΛ. είδος μεγαλόσωμης φώκιας (επιστ. ονομασ. Mirounga leonina)., νεκροταφείο ελεφάντων1. το μέρος στο οποίο θεωρείται ότι πηγαίνουν οι ελέφαντες, όταν καταλάβουν ότι θα πεθάνουν. 2. (μτφ.) τόπος εκτοπισμού ή χώρος περιθωριοποίησης. Βλ. σκοτώνουν τα άλογα, όταν γεράσουν. [< γαλλ. le cimetière des éléphants] ● ΦΡ.: (έχει) μνήμη ελέφαντα: ισχυρή μνήμη. Βλ. καμήλα. ΑΝΤ. (έχει) μνήμη χρυσόψαρου [< γαλλ. (avoir) une mémoire d΄ éléphant] , άντε να αποδείξεις ότι/πως δεν είσαι ελέφαντας (χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι κάτι ολοφάνερο ή αυτονόητο, δεν γίνεται αμέσως αντιληπτό ή κατανοητό. [< αρχ. ἐλέφας, γαλλ. éléphant, αγγλ. elephant]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.