Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προγεστερόνη προ-γε-στε-ρό-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. ορμόνη (σύμβ. C21H30O2) του γυναικείου γεννητικού συστήματος που προετοιμάζει τη μήτρα για την υποδοχή και ανάπτυξη του γονιμοποιημένου ωαρίου. Βλ. οιστραδιόλη, -όνη. [< αγγλ. progesterone, 1935 < proge(stin) + sterone, γαλλ. progestérone, 1941]

οιστραδιόλη

οιστραδιόλη [οἰστραδιόλη] οι-στρα-δι-ό-λη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. ισχυρό οιστρογόνο (σύμβ. C18H24O2) που εκκρίνεται φυσιολογικά από τα ωοθυλάκια και βοηθά στην ανάπτυξη και ωρίμανση του ενδομητρίου ή παράγεται συνθετικά και χρησιμοποιείται ως αντισυλληπτικό. Βλ. -όλη, προγεστερόνη. [< αγγλ. oestradiol, 1934, γαλλ. ~, 1953]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.