Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προγεφύρωμα προ-γε-φύ-ρω-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΣΤΡΑΤ. παράκτια ή παρόχθια περιοχή σε εχθρικό έδαφος, που καταλαμβάνεται και οχυρώνεται ως χώρος στρατιωτικών επιχειρήσεων: πολεμικό/στρατηγικό ~. 2. (μτφ.) ευνοϊκό έδαφος και γενικότ. οτιδήποτε χρησιμεύει ως μέσο για την προώθηση μελλοντικού στόχου. Πβ. έρεισμα. [< γερμ. Brückenkopf]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.