Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • πρόγονος πρό-γο-νος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {προγόν-ου}: πρόσωπο που έζησε σε παλαιότερη εποχή και από το οποίο κατάγεται κάποιος. ΣΥΝ. προπάτορας ΑΝΤ. απόγονος (1) ● πρόγονοι (οι): άνθρωποι που έζησαν σε προγενέστερη χρονική περίοδο σε σχέση με άλλους και ανήκουν στο ίδιο με αυτούς έθνος: Οι αρχαίοι ημών ~. Οι αγώνες/η γη/οι παραδόσεις των ~όνων (= προπατόρων). Βλ. -γονος. ΣΥΝ. πατέρες [< αρχ. πρόγονος]
  • προγονός, προγονή προ-γο-νός ουσ. (αρσ. + θηλ.) (λαϊκό): παιδί από προηγούμενο γάμο σε σχέση με τον πατριό ή τη μητριά του. ΣΥΝ. προγόνι [< αρχ. προγονή]

-γονος

-γονος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που αναφέρονται σε συγκεκριμένη σχέση καταγωγής: αρχέ~/επί~/πρό~. Οι από-γονοι (= οι επιγενόμενοι).|| Πρωτό~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.