Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προδιαθέτω προ-δι-α-θέ-τω ρ. (μτβ.) {προδιέθε-σα, προδια-τέθηκε, -τεθειμένος, προδιαθέτ-οντας} (λόγ.): διαμορφώνω από πριν μια ορισμένη συναισθηματική στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι: ~ δυσάρεστα/ευχάριστα/θετικά το κοινό. Ένα χαμόγελο ~ει τους άλλους υπέρ σας. Βιβλίο που ~ει τον αναγνώστη να σκεφτεί ότι ... Ευνοϊκά ~τεθειμένος προς ... Πβ. προετοιμάζω, προϊδεάζω, προκαταλαμβάνω.προδιαθέτει: ΙΑΤΡ. δημιουργεί προδιάθεση για εμφάνιση ασθένειας: Παράγοντες που ~ουν για/σε καρδιακά νοσήματα. Εκδήλωση παχυσαρκίας σε γενετικά ~τεθειμένα άτομα. [< μτγν. προδιατίθημι, γαλλ. prédisposer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.