Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προδοσία προ-δο-σί-α ουσ. (θηλ.): παράβαση αρχών ή/και ηθικών δεσμεύσεων, διάψευση προσδοκιών, αθέτηση υποσχέσεων· ειδικότ. κατάδοση προσώπου ή αποκάλυψη μυστικού στον εχθρό και πρόκληση βλάβης (σε κάποιον ή κάτι): εθνική/ερωτική (πβ. απιστία)/ιστορική/πολιτική ~. ~ των ιδανικών/της πίστης. ~ της επανάστασης/του λαού/της χώρας. ~ των συμφερόντων κάποιου. ~ του κινήματος/του σχεδίου. Διαπράττω ~. Κατηγορείται για ~ κατά της πατρίδας. Αντιλήφθηκαν την ~ των συμμάχων/φίλων τους. (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ του Ιούδα. Βλ. -δοσία. ● ΣΥΜΠΛ.: εσχάτη προδοσία: ΝΟΜ. αξιόποινη πράξη κατά της εθνικής ασφάλειας ή κατά του πολιτεύματος και της ζωής φορέα πολιτειακού αξιώματος: έγκλημα/ένοχος ~ης ~ας. Καταδικάστηκε για/επί ~ ~. Αντιμετωπίζει την κατηγορία της ~ης ~ας. ΣΥΝ. έγκλημα καθοσιώσεως (2) [< γαλλ. haute trahison] , τριάκοντα αργύρια βλ. αργύριο [< αρχ. προδοσία]

αργύριο

αργύριο [ἀργύριο] αρ-γύ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αργυρί-ου | -ων}: ΙΣΤ. αργυρό νόμισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: τριάκοντα αργύρια & τα αργύρια της προδοσίας: η αμοιβή του Ιούδα, για να προδώσει τον Χριστό· γενικότ. το τίμημα μιας προδοσίας ή το αντίτιμο για ευτελή οφέλη και ανταλλάγματα: Τον "πούλησε" για ~ ~! [< αρχ. ἀργύριον]

-δοσία

-δοσία {-δοσιών}: λεξικό επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που σημαίνει κυρ. παροχή ή προσφορά: αιμο~/εργο~/κληρο~/μισθο~/τροφο~.|| (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) Ασυ~/προ~. Βλ. -δότης, -δότηση.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.