προδοσία προ-δο-σί-α ουσ. (θηλ.): παράβαση αρχών ή/και ηθικών δεσμεύσεων, διάψευση προσδοκιών, αθέτηση υποσχέσεων· ειδικότ. κατάδοση προσώπου ή αποκάλυψη μυστικού στον εχθρό και πρόκληση βλάβης (σε κάποιον ή κάτι): εθνική/ερωτική (πβ. απιστία)/ιστορική/πολιτική ~. ~ των ιδανικών/της πίστης. ~ της επανάστασης/του λαού/της χώρας. ~ των συμφερόντων κάποιου. ~ του κινήματος/του σχεδίου. Διαπράττω ~. Κατηγορείται για ~ κατά της πατρίδας. Αντιλήφθηκαν την ~ των συμμάχων/φίλων τους. (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ του Ιούδα. Βλ. -δοσία. ● ΣΥΜΠΛ.: εσχάτη προδοσία: ΝΟΜ. αξιόποινη πράξη κατά της εθνικής ασφάλειας ή κατά του πολιτεύματος και της ζωής φορέα πολιτειακού αξιώματος: έγκλημα/ένοχος ~ης ~ας. Καταδικάστηκε για/επί ~ ~. Αντιμετωπίζει την κατηγορία της ~ης ~ας. ΣΥΝ. έγκλημα καθοσιώσεως (2) [< γαλλ. haute trahison] , τριάκοντα αργύρια βλ. αργύριο [< αρχ. προδοσία]
αργύριο
αργύριο [ἀργύριο] αρ-γύ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αργυρί-ου | -ων}: ΙΣΤ. αργυρό νόμισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: τριάκοντα αργύρια & τα αργύρια της προδοσίας: η αμοιβή του Ιούδα, για να προδώσει τον Χριστό· γενικότ. το τίμημα μιας προδοσίας ή το αντίτιμο για ευτελή οφέλη και ανταλλάγματα: Τον "πούλησε" για ~ ~! [< αρχ. ἀργύριον]
-δοσία
-δοσία {-δοσιών}: λεξικό επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που σημαίνει κυρ. παροχή ή προσφορά: αιμο~/εργο~/κληρο~/μισθο~/τροφο~.|| (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) Ασυ~/προ~. Βλ. -δότης, -δότηση.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.