Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προδρομικός , ή, ό προ-δρο-μι-κός επίθ. 1. που προηγείται, προετοιμάζει το έδαφος για κάτι άλλο· πρώιμος: ~ή: μορφή ενός κινήματος/περίοδος ασθένειας. ~ό: έργο/στάδιο. 2. ΦΙΛΟΛ. πτωχοπροδρομικός: ~ά: ποιήματα. ● ΣΥΜΠΛ.: προδρομικός πλακούντας βλ. πλακούντας [< 1: μεσν. προδρομικός, γαλλ. précurseur, prodromique]

πλακούντας

πλακούντας πλα-κού-ντας ουσ. (αρσ.) {-α (λόγ.) -ος} 1. ΑΝΑΤ. όργανο των θηλυκών ανώτερων θηλαστικών με το οποίο συνδέεται το έμβρυο με τη μήτρα κατά την κύηση και είναι απαραίτητο για την τροφή και την ανάπτυξη του εμβρύου· αποβάλλεται μετά τον τοκετό: οπίσθιος/χαμηλός ~ (: ανάλογα με τη θέση του). Ο ~ παράγει ορμόνες απαραίτητες για επιτυχή εγκυμοσύνη. Βλ. ομφάλιος λώρος, τροφοβλάστη. 2. κατάλοιπο μετά την εξαγωγή λαδιού από τον σπόρο φυτών, πλούσιο σε πρωτεΐνες, το οποίο χρησιμοποιείται σε ζωοτροφές. 3. ΜΑΓΕΙΡ. -ΑΡΧ. πίτα ή γλύκισμα από ζύμη με μέλι, ξηρούς καρπούς και μυρωδικά. ● ΣΥΜΠΛ.: προδρομικός πλακούντας & πρόδρομος πλακούντας: ΙΑΤΡ. που καλύπτει ολόκληρος ή εν μέρει τον τράχηλο της μήτρας. [< νεολατ. placenta previa] , αποκόλληση πλακούντα βλ. αποκόλληση [< αρχ. πλακοῦς]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.