Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προείσπραξη προ-εί-σπρα-ξη ουσ. (θηλ.): προκαταβολική είσπραξη χρηματικού ποσού: ~ αμοιβής/φόρου. Γραμμάτιο ~ης. Βλ. προεξόφληση.

προεξόφληση

προεξόφληση προ-ε-ξό-φλη-ση ουσ. (θηλ.) 1. εξόφληση χρέους ή άλλης οικονομικής οφειλής πριν από την καθορισμένη ημερομηνία πληρωμής: ~ (επιχειρηματικών) απαιτήσεων/γραμματίου/δανείου/επιταγών/ταμειακών ροών/τιμολογίων. Επιτόκια/ποινή ~ης.|| ~ σύνταξης. Πβ. προπληρωμή. Βλ. προείσπραξη. 2. (σπάν.-μτφ.) εκ των προτέρων έκφραση γνώμης, προσπάθεια πρόβλεψης της εξέλιξης ενός γεγονότος, μιας κατάστασης: ~ θετικών αποτελεσμάτων για τα κέρδη της τράπεζας.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.