Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προεκβάλλω προ-εκ-βάλ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μόνο στον ενεστ.} (αρχαιοπρ.): προεκτείνω, κάνω κάτι να προεξέχει ή προεκτείνομαι, προεξέχω: (ΙΑΤΡ.) Εξογκώματα που ~ουν στο κέντρο του αρτηριακού σωλήνα. [< αρχ. προεκβάλλω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.