παράθεση πα-ρά-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. αναφορά, παρουσίαση στοιχείων, συνήθ. κατά σειρά ή διαδοχικά: αναλυτική ~ γεγονότων (βλ. αφήγηση). ~ επιχειρημάτων/παραδειγμάτων. ~ και σύγκριση αποτελεσμάτων. Συγκριτική ~ των θέσεών τους (βλ. αντι~).|| (σε μελέτη, σύγγραμμα:) Αυτούσια ~ αποσπασμάτων/άρθρων/γνωμικών/πηγών/χωρίων. Βλ. παράθεμα.|| ~ φωτογραφιών. (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Απάντηση με ~ (προηγούμενου) μηνύματος.2. (επίσ.) προσφορά: ~ γεύματος προς τιμήν του ...3. ΓΡΑΜΜ. ονοματικός ομοιόπτωτος προσδιορισμός που αναλύεται σε δευτερεύουσα αναφορική πρόταση: π.χ. Οι γονείς του, δικηγόροι (= που είναι δικηγόροι), ... Βλ. επεξήγηση. ● ΣΥΜΠΛ.: προεξαγγελτική παράθεση: ΓΡΑΜΜ. λέξη ή φράση που τοποθετείται συνήθ. στην αρχή πρότασης και χαρακτηρίζει, αξιολογεί από πριν το περιεχόμενό της: π.χ. Και το σπουδαιότερο, κανείς δεν τραυματίστηκε. Και το χειρότερο, έφυγε χωρίς να ενημερώσει κανέναν. [< μτγν. παράθεσις 3: γαλλ. apposition, αγγλ. parathesis]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.