προθέρμανση προ-θέρ-μαν-ση ουσ. (θηλ.) 1. (για συσκευή ή μηχάνημα) προκαταρκτική, εκ των προτέρων θέρμανση, ώστε να επιτευχθεί η κατάλληλη θερμοκρασία για ομαλή λειτουργία: ~ μηχανής (αυτοκινήτου)/φούρνου.2. εκτέλεση χαλαρών ασκήσεων, με σκοπό την προετοιμασία του σώματος πριν από προπόνηση, αγώνα ή παράσταση: ~ αθλητών/χορευτών. Πβ. προάσκηση. Βλ. αποθεραπεία. ΣΥΝ. ζέσταμα (1) [< 1: μτγν. προθέρμανσις, αγγλ. warming up ή γερμ. Anwärmen]
αποθεραπεία
αποθεραπεία [ἀποθεραπεία] α-πο-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. το τελευταίο στάδιο μιας θεραπείας που οδηγεί στην ολοκλήρωση της ανάρρωσης: ~ ασθενών/τοξικομανών. Ασκήσεις/Κέντρο ~ας. Πρόγραμμα ~ας αθλητών (από τραυματισμούς). Πβ. αποκατάσταση, ίαση. Βλ. -θεραπεία.2. ΑΘΛ. (μετά τη γυμναστική) προοδευτική μείωση της έντασης και επαναφορά στην αρχική κατάσταση με ήπιες διατατικές ασκήσεις: χαλάρωμα και ~. Βλ. ζέσταμα, προθέρμανση. [< μτγν. ἀποθεραπεία ‘περιποίηση του σώματος (μετά από φυσικές ασκήσεις)’, πβ. γαλλ. postcure, 1948]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.