Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προκάλυψη προ-κά-λυ-ψη ουσ. (θηλ.) 1. ΣΤΡΑΤ. στρατιωτικές ενέργειες ή τμήματα στρατού που στοχεύουν στην προφύλαξη του κύριου σώματος των δυνάμεων σε περίοδο πολέμου και κατ' επέκτ. η περιοχή που προφυλάσσεται: γραμμή/μονάδες/τάγμα ~ης. 2. η φρούρηση των συνόρων ενός κράτους σε περίοδο ειρήνης και κατ' επέκτ. η φυλασσόμενη περιοχή. 3. (μτφ.) πρόσχημα, πρόφαση. [< μεσν. προκάλυψις] ΠΡΟΚΑΛΥΨΗ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.