Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προκατάρτιση προ-κα-τάρ-τι-ση ουσ. (θηλ.): προετοιμασία του καταρτιζόμενου, ώστε να μπορέσει να παρακολουθήσει το κανονικό πρόγραμμα κατάρτισης: ~ ατόμων ευπαθών κοινωνικά ομάδων. Γλωσσική ~ για παλιννοστούντες. [< μεσν. προκατάρτισις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.