προκαταβάλλω προ-κα-τα-βάλ-λω ρ. (μτβ.) {παρατ. προκατέβαλλα, αόρ. προκατέβαλα, προκαταβά-λει, προκαταβλή-θηκε (λόγ. προκατεβλήθη, μτχ. προκαταβλη-θείς, -θείσα, -θέν), -θεί, προκαταβεβλημένος, προκαταβάλλ-οντας} (λόγ.) 1. πληρώνω εκ των προτέρων ένα χρηματικό ποσό: Ο ενοικιαστής ~ει δύο ενοίκια ως εγγύηση. Τα δίδακτρα ~ονται με την εγγραφή. ~θείς: φόρος. Πβ. προπληρώνω. Βλ. προεισπράττω.2. προδιαθέτω κάποιον, συνήθ. αρνητικά, στενοχωρώ ή απογοητεύω προκαταβολικά: Δεν θέλει να τον ~λει. Μην ~εσαι, όλα θα φτιάξουν. [< μτγν. προκαταβάλλω, γαλλ. payer d΄avance, avancer]
προεισπράττω
προεισπράττω προ-ει-σπράτ-τω ρ. (μτβ.) {προεισέπρα-ξα, προεισπρά-χθηκε}: εισπράττω χρηματικό ποσό προκαταβολικά: ~ ενοίκιο. Το κράτος ~ει τα τέλη κυκλοφορίας οχημάτων. Βλ. προκαταβάλλω. [< μτγν. προεισπράσσομαι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.