Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προκαταβάλλω προ-κα-τα-βάλ-λω ρ. (μτβ.) {παρατ. προκατέβαλλα, αόρ. προκατέβαλα, προκαταβά-λει, προκαταβλή-θηκε (λόγ. προκατεβλήθη, μτχ. προκαταβλη-θείς, -θείσα, -θέν), -θεί, προκαταβεβλημένος, προκαταβάλλ-οντας} (λόγ.) 1. πληρώνω εκ των προτέρων ένα χρηματικό ποσό: Ο ενοικιαστής ~ει δύο ενοίκια ως εγγύηση. Τα δίδακτρα ~ονται με την εγγραφή. ~θείς: φόρος. Πβ. προπληρώνω. Βλ. προεισπράττω. 2. προδιαθέτω κάποιον, συνήθ. αρνητικά, στενοχωρώ ή απογοητεύω προκαταβολικά: Δεν θέλει να τον ~λει. Μην ~εσαι, όλα θα φτιάξουν. [< μτγν. προκαταβάλλω, γαλλ. payer d΄avance, avancer]

προεισπράττω

προεισπράττω προ-ει-σπράτ-τω ρ. (μτβ.) {προεισέπρα-ξα, προεισπρά-χθηκε}: εισπράττω χρηματικό ποσό προκαταβολικά: ~ ενοίκιο. Το κράτος ~ει τα τέλη κυκλοφορίας οχημάτων. Βλ. προκαταβάλλω. [< μτγν. προεισπράσσομαι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.