Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προκατασκευάζω προ-κα-τα-σκευ-ά-ζω ρ. (μτβ.) {προκατασκεύα-σε, -στηκε (λόγ.) -σθηκε· κυρ. στη μτχ. προκατασκευα-σμένος}: κατασκευάζω κάτι από ήδη έτοιμα, τυποποιημένα, συναρμολογούμενα στοιχεία: (ΟΙΚΟΔ.) Η εταιρεία ~ει προϊόντα καουτσούκ. Δάπεδο/εστία που ~εται στο εργοστάσιο. ~σμένος: εξοπλισμός/τοίχος. ~σμένη: αίθουσα/γέφυρα/πισίνα. ~σμένο: κτίριο/σκυρόδεμα. ~σμένοι: οικίσκοι. ~σμένα: σπίτια (= προκάτ. Πβ. λυόμενος).|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) ~σμένο: συμπέρασμα (= προσχεδιασ-, σκηνοθετη-, στη-μένο). ~σμένες: απόψεις/ιδέες (= έτοιμες). [< αρχ. προκατασκευάζω ‘προετοιμάζω’, αγγλ. prefabricate, 1932]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.