Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προκατασκευή προ-κα-τα-σκευ-ή ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΔ. σύστημα δόμησης με τη μέθοδο της συναρμολόγησης, βάσει σχεδίου, δομικών στοιχείων που έχουν κατασκευαστεί από πριν σε εργοστάσιο και έχουν μεταφερθεί στον τόπο ανέγερσης του κτίσματος ή της κατασκευής: βαριά ~ από σκυρόδεμα. Βλ. προκάτ. [< μτγν. προκατασκευή ‘προετοιμασία’, αγγλ. prefabrication, 1937, γαλλ. préfabrication, 1945]

προκάτ

προκάτπρο-κάτ επίθ. {άκλ.}: προκατασκευασμένος: ~ αίθουσα. ~ κτίριο/σπίτι.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) ~ διάλογος. ~ συνέντευξη. ~ απαντήσεις/απόψεις. Βλ. προκατασκευή. [< αγγλ. prefabrication, 1937, prefabricated]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.