Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προκλητικός , ή, ό προ-κλη-τι-κός επίθ. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που προκαλεί: ~ή: αδιαφορία/απόφαση/ενέργεια/στάση/συμπεριφορά/συνέντευξη. ~ό: δημοσίευμα/ύφος. ~ές: αμοιβές (= αδικαιολόγητα υψηλές)/δηλώσεις. (για πρόσ.) Γίνεται ~ όταν διαφωνεί κανείς μαζί του.|| ~ό: ντεκολτέ/ντύσιμο.|| (θετ. συνυποδ.) ~ά: θέματα (: που παρουσιάζουν ενδιαφέρον). ΣΥΝ. τολμηρός (3) ● επίρρ.: προκλητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. προκλητικός, γαλλ. provocant]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.