Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προλακτίνη προ-λα-κτί-νη ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. ορμόνη που εκκρίνεται από την υπόφυση και διεγείρει την παραγωγή μητρικού γάλακτος από τους μαστούς μετά τον τοκετό. Βλ. υπερπρολακτιναιμία. [< γαλλ. prolactine, 1933, αγγλ. prolactin, 1932]

υπερπρολακτιναιμία

υπερπρολακτιναιμία [ὑπερπρολακτιναιμία] υ-περ-προ-λα-κτι-ναι-μί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. παρουσία αφύσικα αυξημένων επιπέδων προλακτίνης στο αίμα. Βλ. -αιμία. [< αγγλ. hyperprolactinaemia, γαλλ. hyperprolactinémie]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.