Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προλετάριος προ-λε-τά-ρι-ος ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. προλετάρια}: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. μέλος της εργατικής τάξης που δεν συμμετέχει στην ιδιοκτησία ή τον έλεγχο των μέσων παραγωγής, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία· γενικότ. αυτός που ανήκει στα κατώτερα οικονομικά στρώματα. Βλ. λούμπεν, μεγαλοαστός. [< ιταλ. proletario, γαλλ. prolétaire]

λούμπεν

λούμπεν [λοῦμπεν] λού-μπεν επίθ. {άκλ.}: κοινωνικά υποβαθμισμένος, περιθωριοποιημένος. Βλ. φτωχοδιάβολος. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: λούμπεν προλεταριάτο: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. (στον μαρξισμό) το ξεπεσμένο και εξαθλιωμένο τμήμα της εργατικής τάξης που έχει χάσει την ταξική του συνείδηση και τον κοινωνικό του ρόλο και ζει στο περιθώριο (αλήτες, ζητιάνοι, εγκληματίες). ΣΥΝ. υποπρολεταριάτο [< γερμ. Lumpenproletariat] [< γερμ. Lumpen ‘κουρέλι’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.