Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προλεταριακός , ή, ό προ-λε-τα-ρι-α-κός επίθ.: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. που αναφέρεται στο προλεταριάτο ή τους προλετάριους: ~ός: αγώνας/διεθνισμός. ~ή: επανάσταση/πολιτική. ~ό: κίνημα/κόμμα. ~ές: εξεγέρσεις/οργανώσεις. [< γαλλ. prolétarien]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.