προληπτικός , ή, ό προ-λη-πτι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στην πρόληψη, που έχει σκοπό να αποτρέψει, να παρεμποδίσει κάτι βλαβερό ή δυσάρεστο: ~ός: έλεγχος υγείας (πβ. τσεκάπ)/εμβολιασμός/σχεδιασμός/ψεκασμός. ~ή: απόσυρση (τροφίμων)/δράση/εξέταση/επίθεση/εποπτεία/λογοκρισία/παρέμβαση/πολιτική/συντήρηση/χρήση. ~ό: εμβόλιο/πρόγραμμα. ~ές: θεραπείες/υπηρεσίες. ~ά: μέσα. Ο ~ ρόλος/χαρακτήρας της άσκησης στην παχυσαρκία. ~ή αντιμετώπιση κρίσεων. ~ή προσέγγιση στην περιβαλλοντική διαχείριση. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για ~ούς λόγους. Λαμβάνονται ~ά μέτρα ασφάλειας/προστασίας. Πβ. προφυλακτικός.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ό: κατηγορούμενο.2. (για πρόσ.) που πιστεύει σε οιωνούς, προλήψεις, σημάδια: ~ός: άνθρωπος.|| (ως ουσ.) Οι ~οί αποφεύγουν τον αριθμό δεκατρία. Πβ. δεισιδαίμονας. ● επίρρ.: προληπτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: προληπτική ιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος που στοχεύει στην πρόληψη των νόσων και την προώθηση της υγείας: δωρεάν ~ ~. Κοινωνική και ~ ~. Βλ. επιδημιολογία, ιατρική της εργασίας.|| ~ή: οδοντιατρική. [< αγγλ. preventive medicine] [< μτγν. προληπτικός, 1: γαλλ. préventif 2: γαλλ. préjugé]
επιδημιολογία
επιδημιολογία [ἐπιδημιολογία] ε-πι-δη-μι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. η μελέτη των παραγόντων που επηρεάζουν την εμφάνιση μιας νόσου, τη συχνότητα, την κατανομή και την εξέλιξή της· κυρ. κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος ή η σχετική ειδικότητα: γενετική/γενική/διατροφική/επαγγελματική/κλινική/κοινωνική/μοριακή/περιβαλλοντική/περιγραφική ~. ~ της γρίπης/των ζωονόσων/των ιών. Εργαστήριο Υγιεινής και ~ας. Βλ. προληπτική ιατρική, -λογία. [< γαλλ. épidémiologie, 1855, αγγλ. epidemiology, 1850]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.