Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προνοώ [προνοῶ] προ-νο-ώ ρ. (αμτβ.) {προνο-είς ..., -ώντας | προνό-ησα, -ήσει} (λόγ.): φροντίζω, μεριμνώ από πριν: Ευτυχώς (που) ~ησα και πήρα μαζί μου μια ζακέτα. Δεν ~ησαν έγκαιρα να ...|| (στην Κύπρο) Άρθρο/νόμος που ~εί (= προβλέπει) για ... [< αρχ. προνοῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.