Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προοίμιο προ-οί-μι-ο ουσ. (ουδ.) {προοιμί-ου} 1. εισαγωγική ενότητα κειμένου: ~ της έκθεσης/του κανονισμού/του Συντάγματος. Πβ. πρόλογος. ΑΝΤ. επίλογος (1) 2. (μτφ.) προμήνυμα: Η σύλληψή τους αποτέλεσε το ~ σφοδρών συγκρούσεων. ΣΥΝ. πρελούδιο (2) ● ΦΡ.: εκ προοιμίου (λόγ.): εκ των προτέρων, εξαρχής, από πριν: ~ ~ γνωστό/δεδομένο. ~ ~ χαμένη υπόθεση. Σας ευχαριστώ ~ ~ για την πρόταση. [< αρχ. προοίμιον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.