Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προοιωνίζεται προ-οι-ω-νί-ζε-ται ρ. (μτβ.) {κυρ. στον ενεστ.} & προοιωνίζει (λόγ.): προδιαγράφεται μια αρνητική συνήθ. εξέλιξη: ~εται (= προβλέπεται) δυσοίωνο/λαμπρό μέλλον. Οι αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου ~ονται δύσκολο χειμώνα. Μεγάλη πτώση στο χρηματιστήριο ~ει η κίνηση των μετοχών. Πβ. προμηνύω. [< μεσν. προοιωνίζομαι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.