Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προοπτικός , ή, ό προ-ο-πτι-κός επίθ.: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. που σχετίζεται ή γίνεται με τη μέθοδο ή τεχνική της προοπτικής: ~ός: χάρτης. ~ή: απεικόνιση/προβολή (: όταν το κέντρο προβολής βρίσκεται σε ορισµένη απόσταση από το αντίστοιχο επίπεδο)/σχεδίαση. ~ή αναπαράσταση αρχαίου ναού. ● Ουσ.: προοπτικό (το): ενν. σχέδιο: ~ εσωτερικού χώρου. Βλ. γραμμικό/ελεύθερο σχέδιο, κάτοψη, όψη. ● επίρρ.: προοπτικά (προφ.): με προοπτική· κυρ. κατ' επέκτ. μελλοντικά, μακροπρόθεσμα: ~ θα δυσκολέψουν τα πράγματα. [< μτγν. προοπτικός 'προορατικός', γαλλ. perspectif]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.