Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προσαγωγή προ-σα-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. παρουσίαση προσώπου ενώπιον δικαστικής συνήθ. Αρχής, για να κριθεί: ~ υπόπτου στον ανακριτή/στην Ασφάλεια. ~ κατηγορουμένου σε δίκη. ~ για εξακρίβωση στοιχείων. 2. ΓΥΜΝ. (σπάν.) κίνηση άκρου με κατεύθυνση προς τον κορμό: ~ του αντίχειρα. ΑΝΤ. απαγωγή (4) 3. (σπάν.-επιστ.) παροχή: ~ θερμότητας/καυσίμων. ● ΣΥΜΠΛ.: βίαιη προσαγωγή: ΝΟΜ. καταναγκαστικό μέτρο που επιβάλλεται βάσει εντάλματος σε πρόσωπο που δεν προσήλθε για κατάθεση, αν και κλήθηκε νόμιμα: ~ ~ του κατηγορουμένου/των μαρτύρων. ~ ~ στο Αστυνομικό Τμήμα. Ένταλμα ~ης ~ής για ανάκριση. [< αρχ. προσαγωγή ‘παρουσίαση, ακρόαση’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.