Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προσβάλλω προ-σβάλ-λω ρ. (μτβ.) {αόρ. πρόσβαλα (λόγ.) προσέβαλα, προσβάλει, προσβλή-θηκα (λόγ. προσεβλήθη, προσεβλήθησαν), -θεί, προσβλημένος (λόγ.) προσβεβλημένος, προσβαλλ-όμενος, προσβάλλ-οντας} 1. μιλώ, φέρομαι απρεπώς, υβριστικά, υποβιβάζω, θίγω κάποιον ή κάτι: Τον προσέβαλε βάναυσα/δημοσίως. Με πρόσβαλε με τα σχόλιά του (πβ. μειώνω). Δεν ήθελα να σας προσβάλω. Συγγνώμη, αν σε πρόσβαλα. Χωρίς να θέλω να σε προσβάλω, να σου πω ότι ... ~ την αισθητική/τη δημόσια αιδώ/τα (χρηστά) ήθη/τους θεσμούς/το κράτος/τη μνήμη του νεκρού. ~ την αξιοπρέπεια/τα δικαιώματα/την τιμή κάποιου (πβ. ατιμάζω). Η ενέργειά του ~ει κάθε έννοια αξιοκρατίας/επιστημονικής δεοντολογίας. ~εται εύκολα/με το παραμικρό. ~θηκε η υπόληψή μου. Αισθάνομαι/δηλώνω/νιώθω βαθύτατα προσβεβλημένος (πβ. θιγμένος, παρεξηγημένος). 2. βλάπτω, προξενώ φθορά, αλλοίωση· ειδικότ. κάνω έφοδο, επίθεση: Νόσος που ~ει τους άνδρες/τις γυναίκες. Παθογόνοι μικροοργανισμοί ~ουν τα εσπεριδοειδή. ~θηκε από έιτζ/ηπατίτιδα/καρκίνο/λοίμωξη/μηνιγγίτιδα/φυματίωση (= έπαθε, κόλλησε).|| Η πλατίνα δεν ~εται από τα οξέα. Τα μάρμαρα ~ονται από τη ρύπανση και τη διάβρωση. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής ~θηκε από ιό.|| (ΣΤΡΑΤ.) Προσέβαλαν τις θέσεις/τον στόλο του εχθρού (πβ. επιτίθεμαι). Το υποβρύχιο ~θηκε από αεροπλάνα και αντιτορπιλικά. 3. ΝΟΜ. επιχειρώ να αναιρέσω την εγκυρότητα, τη νομιμότητα, το κύρος πράξης, απόφασης: ~ δικαστικά τη διαθήκη/το συμβόλαιο. ~όμενη: απόφαση. [< αρχ. προσβάλλω 1: γαλλ. offenser 2,3: γαλλ. attaquer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.