προσβάλλω προ-σβάλ-λω ρ. (μτβ.) {αόρ. πρόσβαλα (λόγ.) προσέβαλα, προσβάλει, προσβλή-θηκα (λόγ. προσεβλήθη, προσεβλήθησαν), -θεί, προσβλημένος (λόγ.) προσβεβλημένος, προσβαλλ-όμενος, προσβάλλ-οντας} 1. μιλώ, φέρομαι απρεπώς, υβριστικά, υποβιβάζω, θίγω κάποιον ή κάτι: Τον προσέβαλε βάναυσα/δημοσίως. Με πρόσβαλε με τα σχόλιά του (πβ. μειώνω). Δεν ήθελα να σας προσβάλω. Συγγνώμη, αν σε πρόσβαλα. Χωρίς να θέλω να σε προσβάλω, να σου πω ότι ... ~ την αισθητική/τη δημόσια αιδώ/τα (χρηστά) ήθη/τους θεσμούς/το κράτος/τη μνήμη του νεκρού. ~ την αξιοπρέπεια/τα δικαιώματα/την τιμή κάποιου (πβ. ατιμάζω). Η ενέργειά του ~ει κάθε έννοια αξιοκρατίας/επιστημονικής δεοντολογίας. ~εται εύκολα/με το παραμικρό. ~θηκε η υπόληψή μου. Αισθάνομαι/δηλώνω/νιώθω βαθύτατα προσβεβλημένος (πβ. θιγμένος, παρεξηγημένος).2. βλάπτω, προξενώ φθορά, αλλοίωση· ειδικότ. κάνω έφοδο, επίθεση: Νόσος που ~ει τους άνδρες/τις γυναίκες. Παθογόνοι μικροοργανισμοί ~ουν τα εσπεριδοειδή. ~θηκε από έιτζ/ηπατίτιδα/καρκίνο/λοίμωξη/μηνιγγίτιδα/φυματίωση (= έπαθε, κόλλησε).|| Η πλατίνα δεν ~εται από τα οξέα. Τα μάρμαρα ~ονται από τη ρύπανση και τη διάβρωση. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής ~θηκε από ιό.|| (ΣΤΡΑΤ.) Προσέβαλαν τις θέσεις/τον στόλο του εχθρού (πβ. επιτίθεμαι). Το υποβρύχιο ~θηκε από αεροπλάνα και αντιτορπιλικά.3. ΝΟΜ. επιχειρώ να αναιρέσω την εγκυρότητα, τη νομιμότητα, το κύρος πράξης, απόφασης: ~ δικαστικά τη διαθήκη/το συμβόλαιο.~όμενη: απόφαση. [< αρχ. προσβάλλω 1: γαλλ. offenser 2,3: γαλλ. attaquer]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.