Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προσδίδω προσ-δί-δω ρ. (μτβ.) {προσέδω-σα, προσδό-θηκε} (λόγ.) & προσδίνω: δίνω ένα επιπλέον, συνήθ. θετικό, χαρακτηριστικό σε κάποιον ή κάτι: ~ει βάρος (= βαραίνει)/ομορφιά (= ομορφαίνει). Τα μπαχαρικά ~ουν γεύση στο φαγητό. Γεγονός που ~ει άλλες διαστάσεις στις συνομιλίες. Η ομιλία του ~σε συγκινητικό τόνο στην εκδήλωση. [< αρχ. προσδίδωμι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.