Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προσεκτικός , ή, ό προ-σε-κτι-κός επίθ. & (προφ.) προσεχτικός 1. που ενεργεί με προσοχή: ~ός: οδηγός. Είναι ιδιαίτερα ~ στις δηλώσεις του. Να είσαι πιο ~ή στις κινήσεις σου (πβ. συνετός, φρόνιμος). ΑΝΤ. απρόσεκτος (1), άτσαλος 2. που γίνεται με προσοχή, συγκέντρωση: ~ός: έλεγχος/προγραµµατισµός/σχεδιασμός/χειρισμός. ~ή: ανάγνωση/εξέταση/έρευνα/ματιά/μελέτη (βλ. ενδελεχής)/παρατήρηση/χρήση. ~ό: πλύσιμο. ~ές: αγορές. ~ά: βήματα. Πβ. εμπεριστατωμένος, επιμελής, επιστάμενος. ● επίρρ.: προσεκτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< αρχ. προσεκτικός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.