Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προσεπικαλώ [προσεπικαλῶ] προ-σε-πι-κα-λώ ρ. (μτβ.) {προσεπικαλ-εί | προσεπικαλ-είται}: ΝΟΜ. προβαίνω σε προσεπίκληση: Κάθε διάδικος μπορεί να ~εί τρίτο πρόσωπο να προσέλθει στη δίκη. [< πβ. μτγν. προσεπικαλῶ ‘συγκαλώ επιπλέον’, γαλλ. mettre en cause]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.