Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προσκολλώ [προσκολλῶ] προ-σκολ-λώ ρ. (μτβ.) (σπάν.-λόγ.): ενώνω, κολλώ ένα σώμα με ένα άλλο. ● Παθ.: προσκολλώμαι {-άσαι (-άται, -ώνται), -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} & (σπάν.-προφ.) προσκολλιέμαι 1. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) δημιουργώ σχέση αφοσίωσης και παθητικής εξάρτησης από κάποιον· προσηλώνομαι σε κάτι: Έχει ~ηθεί στους γονείς του.|| ~ημένος σε παλιές αξίες/στο παρελθόν/σε υλικά αγαθά. 2. κολλώ πάνω σε κάτι άλλο: (ΙΑΤΡ.) Μικρόβια που ~ώνται στα δόντια.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ιοί που ~ώνται σε αρχεία δεδομένων. [< αρχ. προσκολλῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.