Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προσκρούω προ-σκρού-ω ρ. (αμτβ.) {προσέκρου-σε, προσκρού-οντας} (+ σε) (λόγ.): (για μεταφορικό μέσο) συγκρούομαι με ένα άλλο (συνήθ. ακίνητο) αντικείμενο, σώμα ή με μία άλλη επιφάνεια κατά την κίνησή μου· μτφ. αντιμετωπίζω εμπόδια, δυσκολίες, ανασταλτικούς παράγοντες δράσης: Πλοίο ~σε σε βράχια/προβλήτα/ύφαλο. Αεροσκάφος ~σε στο έδαφος και συνετρίβη. Μοτοσικλέτα ξέφυγε από την πορεία της και ~σε σε σταθμευμένο όχημα. Πβ. πέφτω, χτυπώ.|| Η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης ~ει στην άρνηση της άλλης πλευράς. Πβ. προσκόπτω.προσκρούει: αντιτίθεται σε κάτι: ~ει στη μετριοφροσύνη του. Γεγονός που ~ (= αντιβαίνει, αντίκειται) στην κοινή λογική. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις ~ουν στη διάταξη .../στη νομοθεσία/στο Σύνταγμα. [< αρχ. προσκρούω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.