προσκρούω προ-σκρού-ω ρ. (αμτβ.) {προσέκρου-σε, προσκρού-οντας} (+ σε) (λόγ.): (για μεταφορικό μέσο) συγκρούομαι με ένα άλλο (συνήθ. ακίνητο) αντικείμενο, σώμα ή με μία άλλη επιφάνεια κατά την κίνησή μου· μτφ. αντιμετωπίζω εμπόδια, δυσκολίες, ανασταλτικούς παράγοντες δράσης: Πλοίο ~σε σε βράχια/προβλήτα/ύφαλο. Αεροσκάφος ~σε στο έδαφος και συνετρίβη. Μοτοσικλέτα ξέφυγε από την πορεία της και ~σε σε σταθμευμένο όχημα. Πβ. πέφτω, χτυπώ.|| Η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης ~ει στην άρνηση της άλλης πλευράς. Πβ. προσκόπτω. ● προσκρούει: αντιτίθεται σε κάτι: ~ει στη μετριοφροσύνη του.Γεγονός που ~ (= αντιβαίνει, αντίκειται) στην κοινή λογική. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις ~ουν στη διάταξη .../στη νομοθεσία/στο Σύνταγμα. [< αρχ. προσκρούω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.