Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προσκυνητής προ-σκυ-νη-τής ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. προσκυνήτρια}: πρόσωπο που επισκέπτεται ιερό χώρο, για να εκφράσει τη θρησκευτική του πίστη: ~ του Αγίου Όρους. Χιλιάδες ~ές συρρέουν το Πάσχα στα Ιεροσόλυμα. [< μτγν. προσκυνητής ‘αυτός που λατρεύει, τιμά’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.