Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προσκυρώνω προ-σκυ-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {προσκύρω-σε, -θηκε} 1. ΝΟΜ. (για δημόσια Αρχή) κάνω προσκύρωση: Η πολεοδομία ~σε τμήμα οικοπέδου στην ιδιοκτησία του ... 2. (επίσ.) επικυρώνω: Η βουλευτική έδρα ~θηκε στο κόμμα ... κατά τη δεύτερη κατανομή. [< 2: μτγν. προσκυρῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.