προσκόλληση προ-σκόλ-λη-ση ουσ. (θηλ.) 1. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) έντονη, συνήθ. συναισθηματική, εξάρτηση από κάποιον ή κάτι· υπερβολική προσήλωση, εμμονή: ~ βρέφους στη μητέρα. Παιδιά με ασφαλή ~ στο γονεϊκό πρότυπο.|| Στείρα/στενή/τυφλή ~ στην παράδοση/στο παρελθόν/σε στερεότυπα.|| Είναι (άνθρωπος) της ~ήσεως (βλ. κολαούζος, κολλιτσίδα). Πβ. κόλλημα.2. ένωση: (ΒΙΟΛ.) μόρια ~ης. [< μτγν. προσκόλλησις]
κολαούζος
κολαούζος [κολαοῦζος] κο-λα-ού-ζος ουσ. (αρσ.) 1. αυτός που είναι προσκολλημένος σε ισχυρό πρόσωπο, εξυπηρετώντας με δουλοπρέπεια τα συμφεροντά του, για ιδιοτελείς σκοπούς: ~ της εξουσίας.2. ΙΧΘΥΟΛ. είδος ψαριού (επιστ. ονομασ. Naucrates ductor) με γκρι-μπλε ράχη, κοιλιά αργυρού χρώματος και κάθετες ραβδώσεις στις πλευρές του, το οποίο ακολουθεί τα μεγαλόσωμα ψάρια, συνήθ. καρχαρίες, για να τρέφεται από τα υπολείμματα της τροφής τους. 3. (κυριολ.-λαϊκό) οδηγός· μόνο στη ● ΦΡ.: χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει (παροιμ.): για κάτι προφανές, αυταπόδεικτο που δεν χρειάζεται ερμηνεία ή διευκρίνιση. [< τουρκ. kιlavuz, πβ. μεσν. κουλαούζης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.