προστατικός , ή, ό προ-στα-τι-κός επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στον προστάτη: ~ός: αδένας/ιστός/καρκίνος. ~ή: υπερπλασία/χειρουργική επέμβαση. ~ό: υγρό. ~ά: κύτταρα. ● ΣΥΜΠΛ.: Ειδικό Προστατικό Αντιγόνο βλ. αντιγόνο [< μτγν. προστατικός 'που είναι έτοιμος να προστατεύσει', γαλλ. prostatique, αγγλ. prostatic]
αντιγόνο
αντιγόνο[ἀντιγόνο] α-ντι-γό-νο ουσ. (ουδ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κάθε ουσία η οποία, όταν εισαχθεί σε ζωντανό οργανισμό, προκαλεί παραγωγή αντισωμάτων: επιφανειακό/ομόλογο ~. Ενδογενή/εξωγενή/καρκινικά/μικροβιακά ~α. Αλληλεπίδραση/αντίδραση ~ου-αντισώματος. ~α ιστοσυμβατότητας/των ομάδων αίματος. Βλ. αυτο~. ● ΣΥΜΠΛ.: αυστραλιανό αντιγόνο: ΙΑΤΡ. αυτό που σχετίζεται με την ηπατίτιδα Β., Ειδικό Προστατικό Αντιγόνο: ΙΑΤΡ. πρωτεάση που παράγεται αποκλειστικά από τα επιθηλιακά κύτταρα του προστάτη και θεωρείται ένδειξη για διάγνωση καρκίνου στον αδένα αυτόν. Βλ. καρκινικός δείκτης. [< αγγλ. prostate-specific antigen (PSA), 1981] [< γαλλ. antigène, 1904, αγγλ. antigen, 1908]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.