Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προσχώνει προ-σχώ-νει ρ. (μτβ.) {πρόσχω-σε, -θηκε} (σπάν.): (κυρ. για ποταμό) συγκεντρώνει χώμα, ιζήματα, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται νέα έκταση γης ή να αυξάνεται η υπάρχουσα: Τα φερτά υλικά που παρασύρονται από τους χειμάρρους ~ουν τις λίμνες. [< αρχ. προσχώννυμι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.