προτάσσω προ-τάσ-σω ρ. (μτβ.) {προέτα-ξε, προτά-ξει, -χθηκε, -χθεί, προτετα-γμένος, προτάσσ-οντας} (λόγ.) 1. τοποθετώ, προβάλλω ή κατατάσσω κάτι μπροστά ή πριν από κάτι άλλο: ~ το όπλο/το χέρι μου. Πβ. προτείνω.|| Στο βιβλίο ~εται πρόλογος.|| (+ γεν.) Τα επίθετα ~ονται των ουσιαστικών.|| (κατ' επέκτ.) Στη συζήτηση ~ξε το επιχείρημα ...2. (μτφ.) δίνω μεγάλη βαρύτητα, θεωρώ κάτι σημαντικότερο από κάποιο άλλο: ~ει: το αίτημα για …/το εθνικό συμφέρον. Η κυβέρνηση ~ξε την ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών στη χώρα. ● ΦΡ.: προτάσσω το στήθος/τα στήθη μου βλ. στήθος [< 1: αρχ. προτάσσω]
στήθος
στήθος [στῆθος] στή-θος ουσ. (ουδ.) {στήθ-ους | -η (λαϊκό) -ια} 1. το μπροστινό μέρος του θώρακα ανθρώπου και ζώων ή/και τα όργανα που περικλείει και (ειδικότ., για σφάγια) το αντίστοιχο τμήμα της σάρκας: τριχωτό ~. Περιφέρεια ~ους. Στο ύψος του ~ους. Κάψιμο/πόνος/σφίξιμο στο ~. Ο μικρός ψήλωσε και μου φτάνει στο ~. Έγειρε το κεφάλι της στο ~ του. Έσφιξε το παιδί στο ~ της. Ο δρομέας έκοψε με το ~ του το νήμα. Παθήσεις του ~ους (: άσθμα, βήχας, βρογχίτιδα). Ο γιατρός ακροάστηκε το ~ μου. Νιώθω ένα βάρος στο ~. Πβ. μπούστο, στέρνο.|| Μπλούζα στενή/φαρδιά στο ~. Το άνοιγμα του ~ους (= ντεκολτέ).|| ~ γαλοπούλας/κοτόπουλου/πάπιας. Βλ. μπούτι.2. οι μαστοί και ειδικότ. ο κάθε μαστός: γυναικείο/μεγάλο/μικρό/όμορφο/πεσμένο/στητό/σφριγηλό ~. ~ σιλικόνης (= σιλικονάτο). Πλαδαρά/πληθωρικά ~η. Ανόρθωση/αφαίρεση/εξέταση/εμφυτεύματα/πλαστική/προσθετική/σμίκρυνση/σύσφιξη/ψηλάφηση ~ους. Αδένας/θηλή/καρκίνος του ~ους. Όγκος στο ~. Δεν έχει ~ (: είναι επίπεδο· βλ. σανίδα).|| Αριστερό/δεξί ~. Έφερε το βρέφος στο ~ της, για να θηλάσει. Πβ. βυζί.|| Ασκήσεις για το ~. Αθλητής με γραμμωμένο/γυμνασμένο ~.3. (μτφ.-οικ.) η πηγή, η έδρα των συναισθημάτων: Έχω ένα πλάκωμα στο ~ (: νιώθω ψυχικό πόνο, πβ. κατάστηθα). ΣΥΝ. καρδιά (3) ● Υποκ.: στηθάκι (το): στη σημ. 2. ● ΦΡ.: από στήθους (λόγ.): από μνήμης, απέξω: ~ ~ απαγγελία/ομιλία. Εκφώνησε τον λόγο ~ ~. Βλ. απέξω κι ανακατωτά. , με διαφορά στήθους: (κυρ. σε αγώνα δρόμου) με ελάχιστη διαφορά: Η μάχη θα κριθεί ~ ~. Ήρθε πρώτος/δεύτερος ~ ~., προτάσσω το στήθος/τα στήθη μου (μτφ.-λόγ.): αντιστέκομαι σθεναρά: Ήρθε η ώρα να ~ξουμε τα ~ μας και να πούμε όχι., στήθος με στήθος: (για αναμέτρηση) από πολύ κοντά, σώμα με σώμα: Παλέψανε ~ ~. Πβ. εκ του συστάδην.|| (μτφ.) Μάχη ~ ~ (: με πολύ μικρή διαφορά) μεταξύ των υποψηφίων. [< 1, 2: αρχ. στῆθος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.