Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προτάσσω προ-τάσ-σω ρ. (μτβ.) {προέτα-ξε, προτά-ξει, -χθηκε, -χθεί, προτετα-γμένος, προτάσσ-οντας} (λόγ.) 1. τοποθετώ, προβάλλω ή κατατάσσω κάτι μπροστά ή πριν από κάτι άλλο: ~ το όπλο/το χέρι μου. Πβ. προτείνω.|| Στο βιβλίο ~εται πρόλογος.|| (+ γεν.) Τα επίθετα ~ονται των ουσιαστικών.|| (κατ' επέκτ.) Στη συζήτηση ~ξε το επιχείρημα ... 2. (μτφ.) δίνω μεγάλη βαρύτητα, θεωρώ κάτι σημαντικότερο από κάποιο άλλο: ~ει: το αίτημα για …/το εθνικό συμφέρον. Η κυβέρνηση ~ξε την ανάγκη διαρθρωτικών αλλαγών στη χώρα. ● ΦΡ.: προτάσσω το στήθος/τα στήθη μου βλ. στήθος [< 1: αρχ. προτάσσω]

στήθος

στήθος [στῆθος] στή-θος ουσ. (ουδ.) {στήθ-ους | -η (λαϊκό) -ια} 1. το μπροστινό μέρος του θώρακα ανθρώπου και ζώων ή/και τα όργανα που περικλείει και (ειδικότ., για σφάγια) το αντίστοιχο τμήμα της σάρκας: τριχωτό ~. Περιφέρεια ~ους. Στο ύψος του ~ους. Κάψιμο/πόνος/σφίξιμο στο ~. Ο μικρός ψήλωσε και μου φτάνει στο ~. Έγειρε το κεφάλι της στο ~ του. Έσφιξε το παιδί στο ~ της. Ο δρομέας έκοψε με το ~ του το νήμα. Παθήσεις του ~ους (: άσθμα, βήχας, βρογχίτιδα). Ο γιατρός ακροάστηκε το ~ μου. Νιώθω ένα βάρος στο ~. Πβ. μπούστο, στέρνο.|| Μπλούζα στενή/φαρδιά στο ~. Το άνοιγμα του ~ους (= ντεκολτέ).|| ~ γαλοπούλας/κοτόπουλου/πάπιας. Βλ. μπούτι. 2. οι μαστοί και ειδικότ. ο κάθε μαστός: γυναικείο/μεγάλο/μικρό/όμορφο/πεσμένο/στητό/σφριγηλό ~. ~ σιλικόνης (= σιλικονάτο). Πλαδαρά/πληθωρικά ~η. Ανόρθωση/αφαίρεση/εξέταση/εμφυτεύματα/πλαστική/προσθετική/σμίκρυνση/σύσφιξη/ψηλάφηση ~ους. Αδένας/θηλή/καρκίνος του ~ους. Όγκος στο ~. Δεν έχει ~ (: είναι επίπεδο· βλ. σανίδα).|| Αριστερό/δεξί ~. Έφερε το βρέφος στο ~ της, για να θηλάσει. Πβ. βυζί.|| Ασκήσεις για το ~. Αθλητής με γραμμωμένο/γυμνασμένο ~. 3. (μτφ.-οικ.) η πηγή, η έδρα των συναισθημάτων: Έχω ένα πλάκωμα στο ~ (: νιώθω ψυχικό πόνο, πβ. κατάστηθα). ΣΥΝ. καρδιά (3) ● Υποκ.: στηθάκι (το): στη σημ. 2. ● ΦΡ.: από στήθους (λόγ.): από μνήμης, απέξω: ~ ~ απαγγελία/ομιλία. Εκφώνησε τον λόγο ~ ~. Βλ. απέξω κι ανακατωτά. , με διαφορά στήθους: (κυρ. σε αγώνα δρόμου) με ελάχιστη διαφορά: Η μάχη θα κριθεί ~ ~. Ήρθε πρώτος/δεύτερος ~ ~., προτάσσω το στήθος/τα στήθη μου (μτφ.-λόγ.): αντιστέκομαι σθεναρά: Ήρθε η ώρα να ~ξουμε τα ~ μας και να πούμε όχι., στήθος με στήθος: (για αναμέτρηση) από πολύ κοντά, σώμα με σώμα: Παλέψανε ~ ~. Πβ. εκ του συστάδην.|| (μτφ.) Μάχη ~ ~ (: με πολύ μικρή διαφορά) μεταξύ των υποψηφίων. [< 1, 2: αρχ. στῆθος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.