Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προτροπή προ-τρο-πή ουσ. (θηλ.): παρακίνηση, παρότρυνση: ~ προς τους/στους πολίτες για συνεργασία. Σπούδασε κατόπιν ~ής/μετά από ~ των γονιών του. (εμφατ.) ~ές-παραινέσεις. Πβ. παρώθηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Επιλογή "~". ΑΝΤ. αποτροπή [< αρχ. προτροπή]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.