Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προτυποποιώ [προτυποποιῶ] προ-τυ-πο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {πρoτυποποι-εί ... | πρoτυποποί-ησε, -είται, -ήθηκε, κυρ. στη μτχ. -ημένος} (λόγ.): καθιερώνω, αναπτύσσω, ορίζω πρότυπο και ειδικότ. περιγράφω τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν προϊόντα, υπηρεσίες ή διαδικασίες στα πλαίσια ενός συστήματος ελέγχου και διασφάλισης της ποιότητας: Το εκπαιδευτικό υλικό ~ήθηκε. ~ημένο: καταστατικό. ~ημένα: έγγραφα/έντυπα. Βλ. -ποιώ. [< αγγλ. standardize, γαλλ. standardiser, 1904]

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.