Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προφυλακίζω προ-φυ-λα-κί-ζω ρ. (μτβ.) {προφυλάκι-σε, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος}: ΝΟΜ. (συνήθ. για ανώτερη Αρχή) φυλακίζω κατηγορούμενο πριν από τη διεξαγωγή της δίκης του: Οι συλληφθέντες ~στηκαν για κακούργημα/μετά την απολογία τους στον ανακριτή. Ο ~σμένος αφέθηκε ελεύθερος. [< μεσν. προφυλακίζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.