προχθές προ-χθές επίρρ. & προχτές & (λαϊκό) προψές: (χρον.) μια μέρα πριν από τη χθεσινή, πριν από δύο μέρες: ~ τα ξημερώματα/αργά το βράδυ. Ισχύουν από ~ αυξήσεις στα ... Δεν προσήλθε στην προγραμματισμένη για ~ σύσκεψη. ● ΦΡ.: χθες προχθές βλ. χθες & χτες [< μτγν. προχθές]
χθες & χτες επίρρ. & (προφ.) εχθές, εχτές 1. η ακριβώς προηγούμενη μέρα της σημερινής: Ήρθε ~. ~ (το) βράδυ. Αγνοείται από ~ το μεσημέρι. Βλ. αύριο.|| Λες και ήταν/μου φαίνεται σαν ~ που ... ΣΥΝ. εψές & ψες 2. (κατ' επέκτ.) στο παρελθόν, πριν από λίγο καιρό: ο κόσμος ~ και σήμερα (= άλλοτε και τώρα). Τίποτα δεν είναι όπως ~. Μέχρι ~ μου έλεγε πως ... ● Ουσ.: χθες (το): το παρελθόν: εικόνες/επαγγέλματα του ~ (και του σήμερα). Μνήμες από το ~. ● ΦΡ.: χθες προχθές: πριν από λίγες μέρες, απροσδιόριστα: ~ ~ διάβασα ότι ... Βλ. τις προάλλες. [< αρχ. χθές, μεσν. χτες]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.