Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προϋποθέτω προ-ϋ-πο-θέ-τω ρ. (μτβ.) {προϋπέθε-σα, προϋποθέτ-οντας}: παίρνω κάτι ως δεδομένο: ~ ότι γνωρίζετε Αγγλικά. Πβ. προεικάζω.προϋποθέτει: απαιτεί, χρειάζεται: Η επιτυχία ~ όραμα και πολλή δουλειά. Οι διαπραγματεύσεις ~ουν συμβιβασμό., προϋποτίθεται: απαιτείται ως προϋπόθεση: Για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα ~ (= προαπαιτείται) γνώση Η/Υ. [< πβ. αρχ. προϋποτίθημι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.