Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προϋπολογίζω προ-ϋ-πο-λο-γί-ζω ρ. (μτβ.) {προϋπολόγι-σε, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, προϋπολογίζ-οντας}: καταρτίζω προϋπολογισμό, κάνω υπολογισμό, εκτίμηση από πριν: ~εται συνολικό ποσό ύψους ... ευρώ για έργα κοινής ωφελείας.|| Η εταιρεία ~ει αύξηση της ετήσιας παραγωγής των προϊόντων της.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.