πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστρια πρω-τα-γω-νι-στής ουσ. (αρσ. + θηλ.): ηθοποιός που πρωταγωνιστεί σε θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση ή σε τηλεοπτική σειρά· (κατ' επέκτ., για πρόσ.) βασικός παράγοντας: δημοφιλής/κύριος ~ ταινίας. Ο ρόλος του ~ή. Χρίστηκε ~ του θεάτρου (: για σπουδαίο ηθοποιό). Ο ~ του έργου υποδύεται έναν ... Βλ. κομπάρσος.|| ~ σε αγώνα/προσπάθεια (πβ. πρωτεργάτης, πρωτοστάτης). Ο ~ της αναμέτρησης/νίκης. Οι ~ές των γεγονότων/του δράματος/του σκανδάλου. Οι ~ές της χρονιάς που έφυγε. Βλ. δευτερ-, τριτ-αγωνιστής, συμ~.|| (ως επίθ.) ~τριες εταιρείες στη μουσική βιομηχανία. [< μτγν. πρωταγωνιστής ‘που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, πρώτος υποκριτής’, γαλλ. protagoniste, αγγλ. protagonist]
δευτερ-
δευτερ- βλ. δευτερο-
κομπάρσος
κομπάρσος κο-μπάρ-σος ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. κομπάρσα}: (σε τηλεοπτικό, κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο) βουβό συνήθ. πρόσωπο, το οποίο πλαισιώνει τους ηθοποιούς: πρωταγωνιστές και ~οι. Εμφανίζομαι/συμμετέχω σε ταινία ως ~. Κάνω τον ~ο. Βλ. γλάστρα, δευτεραγωνιστής, ήρωας, κασκαντέρ.|| (μτφ.) Ρόλος ~ου (: ασήμαντος, διακοσμητικός). Χώρα που έχει γίνει/καταντήσει ~ (πβ. ουραγός). [< ιταλ. comparsa, γαλλ. comparse]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.