Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πρωταθλητής, πρωταθλήτρια πρω-τα-θλη-τής ουσ. (αρσ. + θηλ.): αθλητής ή αθλητική ομάδα που κατακτά την πρώτη θέση σε πρωτάθλημα· κατ' επέκτ. κάποιος ή κάτι που διακρίνεται, υπερέχει στον τομέα του, σε κάποια δραστηριότητα: παγκόσμιος ~. ~ του βάδην/της ποδηλασίας. Ο τίτλος του ~ή. Aναδείχτηκε/ανακηρύχθηκε/στέφθηκε/χρίστηκε ~ Ευρώπης/εφήβων/κόσμου. ~ και ρέκορντμαν στα 100 μέτρα. Με τον αέρα του ~ή πήρε μια άνετη νίκη. Βλ. κυπελλούχος.|| (ως επίθ.) ~τριες: ομάδες.|| (μτφ., συχνά ειρων.) ~ στις επενδύσεις/των μεταγραφών. ~ές στην ακρίβεια/στο κάπνισμα. ● ΦΡ.: πρωταθλητής/πρωταθλήτρια χειμώνα: άτυπος τίτλος για ομάδα που προηγείται στη βαθμολογία ομαδικού αθλήματος, στο τέλος του πρώτου γύρου. [< πβ. μτγν. πρωτοαθλητής 'πρώτος αθλητής του Χριστού', γαλλ. champion, 1855]

κυπελλούχος

κυπελλούχος [κυπελλοῦχος] κυ-πελ-λού-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) (κ. με κεφαλ. Κ): ΑΘΛ. (συνήθ. για ομάδα) που της απονεμήθηκε το κύπελλο του νικητή σε αθλητική διοργάνωση: ανάδειξη/στέψη ~ου. Κατάκτηση του τίτλου της ~ου. Αναδείχθηκε/ανακηρύχθηκε/στέφθηκε ~ Ευρώπης στο μπάσκετ/στο ποδόσφαιρο.|| Αντιμετωπίζουν/υποδέχονται τους ~ους (ενν. παίκτες). Βλ. πρωταθλητής, τροπαιούχος, -ούχος1.|| (ως επίθ.) Οι ~ες ομάδες.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.