πρωταθλητής, πρωταθλήτρια πρω-τα-θλη-τής ουσ. (αρσ. + θηλ.): αθλητής ή αθλητική ομάδα που κατακτά την πρώτη θέση σε πρωτάθλημα· κατ' επέκτ. κάποιος ή κάτι που διακρίνεται, υπερέχει στον τομέα του, σε κάποια δραστηριότητα: παγκόσμιος ~. ~ του βάδην/της ποδηλασίας. Ο τίτλος του ~ή. Aναδείχτηκε/ανακηρύχθηκε/στέφθηκε/χρίστηκε ~ Ευρώπης/εφήβων/κόσμου. ~ και ρέκορντμαν στα 100 μέτρα. Με τον αέρα του ~ή πήρε μια άνετη νίκη. Βλ. κυπελλούχος.|| (ως επίθ.) ~τριες: ομάδες.|| (μτφ., συχνά ειρων.) ~ στις επενδύσεις/των μεταγραφών. ~ές στην ακρίβεια/στο κάπνισμα. ● ΦΡ.: πρωταθλητής/πρωταθλήτρια χειμώνα: άτυπος τίτλος για ομάδα που προηγείται στη βαθμολογία ομαδικού αθλήματος, στο τέλος του πρώτου γύρου. [< πβ. μτγν. πρωτοαθλητής 'πρώτος αθλητής του Χριστού', γαλλ. champion, 1855]
κυπελλούχος
κυπελλούχος [κυπελλοῦχος] κυ-πελ-λού-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) (κ. με κεφαλ. Κ): ΑΘΛ. (συνήθ. για ομάδα) που της απονεμήθηκε το κύπελλο του νικητή σε αθλητική διοργάνωση: ανάδειξη/στέψη ~ου. Κατάκτηση του τίτλου της ~ου. Αναδείχθηκε/ανακηρύχθηκε/στέφθηκε ~ Ευρώπης στο μπάσκετ/στο ποδόσφαιρο.|| Αντιμετωπίζουν/υποδέχονται τους ~ους (ενν. παίκτες). Βλ. πρωταθλητής, τροπαιούχος, -ούχος1.|| (ως επίθ.) Οι ~ες ομάδες.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.