Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πρωταρχικός , ή, ό πρω-ταρ-χι-κός επίθ. 1. βασικός, θεμελιώδης: ~ός: λόγος/παράγοντας. ~ή: αιτία/ανάγκη/επιδίωξη/ευθύνη/θέση/υποχρέωση. ~ό: ενδιαφέρον/καθήκον/κριτήριο/μέλημα/στοιχείο. Ζήτημα ~ής σημασίας. Έπαιξε ~ό ρόλο στην υπόθεση. ~οί στόχοι του προγράμματος είναι οι εξής ... ΣΥΝ. πρωτεύων (1) 2. πρώτος από χρονική άποψη: ~ό: στάδιο (μιας προσπάθειας). Η ~ή ουσία/ύλη του Σύμπαντος. ● επίρρ.: πρωταρχικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μεσν. πρωταρχικός, γαλλ. primordial]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.