Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πρωτιά πρω-τιά ουσ. (θηλ.): κατάταξη στην πρώτη θέση, η πρώτη θέση: παγκόσμια ~ του αθλητή/ενός κράτους. ~ κόμματος στις εκλογές. Νίκη-~ για την ομάδα (βλ. πρόκριση). Η μάχη της ~ιάς. Αρνητικές ~ιές. Διατηρεί/διεκδικεί/κερδίζει/πήρε/έχασε (την) ~ στον διαγωνισμό. Το τραγούδι πάει για ~. Χώρα που (κατ)έχει τη θλιβερή ~ στην ανεργία των νέων. Κλέβω/στερώ την ~ από κάποιον. Πβ. πρωτείο.|| (ως ευχή) Πάντα ~ιές!

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.